- χρηματοφυλάκιον
- χρηματοφυλάκιονtreasuryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρηματοφυλάκιο — το / χρηματοφυλάκιον, ΝΑ [χρηματοφύλαξ, ακος] νεοελλ. (παλ. τ.) πορτοφόλι αρχ. θησαυροφυλάκιο … Dictionary of Greek